ομφακηρός

ομφακηρός
ὀμφακηρός, -ά, -όν (Α)
1. προορισμένος για τοποθέτηση ή φύλαξη ομφάκων, δηλ. άγουρων σταφυλιών («ἀγγεῑα ὀμφακηρά», Φιλάγρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφακηρά
στρογγυλό λαγήνι, προχόη, κανάτα οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ανθρακ-ηρός, κυματ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀμφακηρά — ὀμφακηρός for holding neut nom/voc/acc pl ὀμφακηρά̱ , ὀμφακηρός for holding fem nom/voc/acc dual ὀμφακηρά̱ , ὀμφακηρός for holding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακηροῖς — ὀμφακηρός for holding masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”